ἐνδείξεων

ἐνδείξεων
ἐνδείξεω̆ν , ἔνδειξις
indication
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Φαρενάιτ — Ν άκλ. φρ. «θερμοκρασιακή κλίμακα Φαρενάιτ» μετρολ. φυσ. κλίμακα θερμοκρασιών στην οποία το σημείο πήξης τού νερού υπό ατμοσφαιρική πίεση αντιστοιχεί στην ένδειξη 32, το σημείο ζέσης του στην ένδειξη 212, ενώ μεταξύ τών δύο αυτών ενδείξεων… …   Dictionary of Greek

  • άλλοθι — Το πραγματικό γεγονός σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος, στον χρόνο της διάπραξης του αδικήματος, βρισκόταν σε άλλο τόπο και όχι σε εκείνον στον οποίο είχε αυτό γίνει. Έτσι, το ά. αποτελεί σοβαρό αποδεικτικό μέσο για την αθωότητα του… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • ονυχομαντεία — η μαντική με μελέτη τού σχήματος και άλλων ενδείξεων τών νυχιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνυχας (Ι) + μαντεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθ. Σταγειρίτη] …   Dictionary of Greek

  • πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …   Dictionary of Greek

  • παράλλαξη — (Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζουν οι οπτικές κατευθύνσεις προς ένα ορισμένο αντικείμενο, όταν το παρατηρούμε από δύο διαφορετικά σημεία. Αν γνωρίζουμε την π. και την απόσταση μεταξύ των δύο σημείων παρατήρησης, είναι εύκολο να βρούμε την απόσταση …   Dictionary of Greek

  • πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… …   Dictionary of Greek

  • ποτενσιόμετρο — Ηλεκτρική διάταξη που προορίζεται για μετρήσεις ακριβείας της διαφοράς δυναμικού που επικρατεί μεταξύ δύο σημείων ενός ηλεκτρικού κυκλώματος ή της ηλεκτρεγερτικής δύναμης (ΗΕΔ) μιας πηγής. Η αρχή λειτουργίας του π. βασίζεται στην έμμεση μέτρηση… …   Dictionary of Greek

  • προστεκμαίρομαι — και δ. γρφ. προτεκμαίρομαι Α επιβεβαιώνομαι βάσει επί πλέον ενδείξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τεκμαίρομαι «δηλώνω, αποδεικνύω»] …   Dictionary of Greek

  • στατιστικός — ή, ό, Ν 1. ο σχετικός με την μεθοδική συλλογή, κατάταξη και ερμηνεία τών φαινομένων τού φυσικού κόσμου ή διαφόρων εκδηλώσεων τού κοινωνικού βίου («στατιστική μελέτη») 2. το αρσ. ως ουσ. ο στατιστικός επιστήμονας ειδικευμένος στη στατιστική 3. το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”